Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Ευρωεκλογές-Δικαίωμα Συμμετοχής : Πάλι θα το σπαταλήσουμε?

Η άποψή μου για τη συζήτηση και την ουσία των Ευρωεκλογών, μέσα από ένα άρθρο μου στον Αγγελιοφόρο, στις 13-4-09.


Η συζήτηση για τις Ευρωεκλογές ξεκίνησε, μαζί και η αντιπαράθεση των κομμάτων. Ωστόσο μοιάζει με μια συζήτηση η οποία χάνει το στόχο της. Οι περισσότεροι τις βλέπουν αποκλειστικά ως ευκαιρία για πολιτικά μηνύματα εσωτερικής κατανάλωσης και η αντιπολίτευση με ευκολία τις ανάγει σε ‘Δημοψήφισμα’. Όμως, πόσο αποπροσανατολιστική και πόσο κοντόφθαλμη είναι μια τέτοια στάση και άποψη?
Μιλάμε για τις εκλογές στις οποίες καλούμαστε να επιλέξουμε 22 όλους κι όλους Έλληνες, που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα μας για τα επόμενα 5 χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 22 άνθρωποι που θα κληθούν να νομοθετήσουν, να εισηγηθούν, να ελέγξουν, να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών, μερικές φορές σε σκληρά παζάρια, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα αλλά και την εικόνα της χώρας μας. Και οι οποίοι αποτελούν το «Δικαίωμα Συμμετοχής» της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Σε μια μάχη που δίνεται καθημερινά, που αφορά τους πολίτες 27 χωρών σε όλους τους τομείς της πολιτικής, της νομοθεσίας, της κοινοτικής χρηματοδότησης. Συχνά μάλιστα αυτή η μάχη είναι σημαντικότερη για τον Έλληνα πολίτη και από τις μάχες που δίνονται στο δικό μας, το ελληνικό κοινοβούλιο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το 80% της εθνικής μας νομοθεσίας είναι εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Όταν μιλάμε λοιπόν για τις ευρωεκλογές, η μάχη των κομμάτων πρέπει να δοθεί με κριτήριο την αξία και την ικανότητα των προσώπων που θα μας εκπροσωπήσουν στις Βρυξέλλες. Να δούμε με ευθύνη και σοβαρότητα το κάθε ψηφοδέλτιο και να επιλέξουμε εκείνο που θα περιλαμβάνει τους πιο κατάλληλους και πιο ικανούς να διεκδικήσουν τα καλύτερα για την Ελλάδα, μέσα στη μεγάλη οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκείνους τους ανθρώπους που με τη γνώση, την εμπειρία, το πάθος και τη σκληρή δουλειά τους, θα πετύχουν μια προστιθέμενη αξία στην πολιτική για την Ελλάδα αλλά και για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι εδώ, δε θέλουμε εικόνα και star system, όπως συχνά γίνεται σε άλλες εκλογές. Θέλουμε έργο και αποτέλεσμα. Και υπάρχουν Έλληνες Ευρωβουλευτές που έχουν πετύχει σπουδαία επιτεύγματα. Επιτεύγματα για τα οποία δυστυχώς συνήθως δεν ακούμε και δε μαθαίνουμε τίποτα, καθώς δε θεωρούνται θέματα που ‘πουλάνε’, μπροστά στην ελληνική πολιτική επικαιρότητα!
Γιατί όλα αυτά μοιάζουν με ψιλά γράμματα στον μικρόκοσμο των εσωτερικών μας αντιπαραθέσεων και μένουν δυστυχώς στην άκρη όταν ξεκινά η κουβέντα για τις επικείμενες ευρωεκλογές. Κι ενώ πρόκειται για κάτι σπουδαίο που συμβαίνει εκτός συνόρων μας, εμείς το στριμώχνουμε, το ‘’μικραίνουμε’’ και το βάζουμε κάτω από το παραμορφωτικό πρίσμα της εσωτερικής μας επικαιρότητας. Ας μην παγιδευτούμε για ακόμα μια φορά στην εσωστρέφειά μας, που τόσο μας ταλαιπωρεί, αλλά ας ασκήσουμε το ‘Δικαίωμα Συμμετοχής’ στην Ευρώπη, με τον καλύτερο τρόπο, διαλέγοντας τους καλύτερους και τους ικανότερους.
Αφορά το μέλλον μας, την ποιότητα ζωής μας, την καθημερινότητά μας! Μας αφορά όλους!

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Πανεπιστήμιο και Κοινωνία

Ήταν μια πολύ πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από το θέμα 'Πανεπιστήμιο και Κοινωνία' που διοργάνωσε ο νεανικός όμιλο Ν.Ο.Π.Ε., στις 7-4-09, με συνομιλητές τον καθηγητή του ΑΠΘ κ. Γ. Μυλόπουλο και τον Πρόεδρο της ΕΣΗΕΜΘ κ. Μ. Βοϊτσίδη. Μετά από τις εισηγήσεις των 3 εισηγητών, έγινε μια ζωντανή συζήτηση με το παρευρισκόμενο κοινό, φοιτητικό και νεανικό στη συντριπτική του πλειοψηφία.
Στη δική μου εισήγηση, είπα πάνω κάτω τα εξής:


Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτή τη συζήτηση, σε ένα θέμα το οποίο πραγματικά πιστεύω ότι είναι θεμελιακό και αξιακό για τη χώρα μας αλλά και για όλη την ελληνική κοινωνία.
Συμμετέχοντας σε αυτή την κουβέντα με το θέμα «Πανεπιστήμιο και Κοινωνία» και έχοντας ως συνομιλητή τον καθηγητή κ. Μυλόπουλο, ο οποίος γνωρίζει και προσεγγίζει το θέμα πολύ καλά εκ των έσω, στη λειτουργία του και στα δομικά του προβλήματα, εγώ θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το θέμα, από την μεριά της Κοινωνίας.
Θα σας μιλήσω λοιπόν εδώ και θα επιχειρήσω μερικές επισημάνσεις κυρίως μέσα από δυο ιδιότητες μου. Κατ’ αρχήν μέσα από τις διαπιστώσεις που έκανα κατά τη διάρκεια της θητείας μου σε θέματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και κατά δεύτερον ως εργαζόμενη πολίτης, διπλωματούχος η ίδια του ΑΠΘ, και ως μητέρα δυο παιδιών, σε ηλικία στην οποία πρέπει να πάρουν τις κρίσιμες αποφάσεις για τις σπουδές τους.
Από την πρώτη αυτή ιδιότητά μου θέλω να σας μεταφέρω το εξής:
Όταν πριν από μερικά χρόνια ξεκινούσα τη θητεία μου ως συμβούλου σε θέματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το κυρίαρχο που άκουγε κανείς σε όλες τις ευρωπαϊκές συζητήσεις ήταν η περίφημη Στρατηγική της Λισαβόνας. Επρόκειτο για την αγωνία της Ευρώπης, η οποία διαπίστωνε πως έμενε πίσω σε ανταγωνιστικότητα και επιχειρούσε να εντοπίσει τα προβλήματα και να χαράξει μια Στρατηγική με έναν στόχο «Να γίνει η Ευρώπη, η πιο ανταγωνιστική οικονομία μέχρι το 2010». Ο στόχος αυτός βέβαια πέρασε από αναθεωρήσεις και αναπροσαρμογές και σήμερα μέσα από την μεγάλη περίοδο της παγκόσμια οικονομικής κρίσης πολλά πράγματα χρειάζονται αναθεώρηση και επανασχεδιασμό. Ωστόσο ένα από τα πράγματα που μου έκαναν τότε μεγάλη εντύπωση, ήταν ότι όλες οι συζητήσεις, οι επισημάνσεις, οι στόχοι, οι δράσεις, τα μέτρα που σκοπό είχαν την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία, όταν τα έψαχνε κανείς σε βάθος, όλα κατέληγαν στην παιδεία. Η Ευρώπη διαπίστωνε ότι μένει πίσω σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους διεθνείς παίκτες, και κυρίως τις ΗΠΑ, Ιαπωνία κλπ. Η πρώτη καίρια διαπίστωση ήταν ότι η βάση της ανταγωνιστικότητας είναι η καινοτομία. Και μια δεύτερη, αμέσως μετά, ότι η καινοτομία ‘παράγεται’ και προωθείται από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, τα οποία έχουν στενή σχέση μεταξύ τους, αλλά και στενή σύνδεση με την αγορά και την επιχειρηματικότητα. Τελικά λοιπόν, στη βάση της αναζήτησης για την ανταγωνιστικότητα, την οικονομία, την απασχόληση, τις θέσεις εργασίας, την ανάπτυξη, την ευημερία, αυτό που έβρισκε κανείς ήταν οι αναγωγές και οι παραπομπές στο σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης και στα πανεπιστήμια. Και για να δώσουμε μια λίγο πιο μακροσκοπική εικόνα των διαπιστώσεων της Ευρώπης, αρκεί να ανατρέξουμε στις διάφορες λίστες της διεθνούς κατάταξης των πανεπιστημίων, όπως πχ αυτή της Σαγκάης, όπου στα πρώτα 20 πανεπιστήμια του κόσμου, μόνο δυο να είναι βρετανικά, ένα της Ιαπωνίας και όλα τα υπόλοιπα αμερικάνικα!
Κι από την δεύτερη ιδιότητά μου, πρέπει να πω ότι σήμερα, με τον γιο μου στην τελευταία τάξη του λυκείου, μέσα από τη δική του αναζήτηση για τις σπουδές του και τις επιλογές του που θα καθορίσουν την υπόλοιπη ζωή του, είχα την ευκαιρία να πάρω μια εικόνα από 3 διαφορετικά συστήματα, το Ελληνικό που το γνωρίζω άλλωστε καλά και εκ των έσω, του Αγγλικού και του Αμερικάνικου, καθώς ο γιος μου έψαξε τις δυνατότητες και στα 3 αυτά συστήματα και πέρασε τις διαδικασίες εκείνες με τις οποίες έγινε δεκτός και σε αμερικάνικα και αγγλικά πανεπιστήμια της επιλογής του. Βεβαίως συνεχίζει την εξαιρετικά επίπονη και εξαντλητική προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις, για να έχει και την εδώ δυνατότητα επιλογής, ώστε να μπορέσει στο τέλος να τα συνυπολογίσει όλα.
Με αυτά τα δεδομένα και τις προσωπικές εμπειρίες, θέλω να σας μεταφέρω και να βάλω στην κουβέντα μερικά σημεία ανησυχίας και προβληματισμού.
Και θα ξεκινήσω από την διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία που διψάει για γνώση, μάθηση και ανώτατη παιδεία. Έχουμε ως Έλληνες τον καημό της ανώτατης παιδείας! Το σύνδρομο «να έχει κανείς ένα χαρτί» είναι από παλιά ριζωμένο στην κοινωνία μας. Και γι αυτό είναι έτοιμη να κάνει μεγάλες θυσίες, προκειμένου να δει τα παιδιά της να μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και να αποκτούν ένα πτυχίο! Κι αυτό είναι πάρα πολύ καλό ως πρώτο βήμα. Μετά όμως??? Κάποτε, αυτό ήταν αρκετό και για την κοινωνική καταξίωση και για την επαγγελματική εξασφάλιση. Σήμερα, ένα χαρτί από μόνο του δεν είναι τίποτα. Άρα πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τα ζητούμενά μας.
Και το ζητούμενο, ειδικά σήμερα, στην εποχή της γνώσης, στην εποχή της οικονομικής κρίσης, την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι πολύ πιο πολύπλοκο και σύνθετο.
Πρώτο σημείο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι πλέον είμαστε, και πολύ περισσότερο αυτό θα το νιώσουν οι επόμενες γενιές, πολίτες του κόσμου και όχι μόνο της Ελλάδας. Δεν αρκεί πια να κοιτάμε και να περιχαρακωνόμαστε μέσα στα δικά μας, μικρά σύνορα αλλά πρέπει να αποκτήσουμε εφόδια που να έχουν αξία και έξω από τα σύνορά μας. Κι αυτό όχι μόνο γιατί μπορεί ο καθένας μας να βρεθεί και να εργασθεί εκτός συνόρων, (κάτι που μπορεί να πει κανείς «Α, εμένα δε με ενδιαφέρει, θα μείνω σε όλη μου τη ζωή στην Ελλάδα»), αλλά γιατί μπορεί πια ο κάθε Ευρωπαίος να έρθει στην Ελλάδα και να διεκδικήσει θέσεις εργασίας. Άρα τα εφόδια μας πρέπει να είναι ανταγωνιστικά μέσα σε μια πολύ ευρύτερη αγορά εργασίας, με πολύ μεγάλα σύνορα, ή αν θέλετε, χωρίς σύνορα!... Γιατί η αγορά εργασίας παγκοσμιοποιείται και οι νέοι επιστήμονες και επαγγελματίες σε μια τέτοια αγορά θα πρέπει να αναζητήσουν την τύχη τους, να επιβιώσουν και να διακριθούν.
Έτσι λοιπόν, ξεκινώντας κανείς τις σπουδές του πρέπει να καταλάβει τί περιμένει και τί θέλει από αυτές. Σε μια ιδεατή περίπτωση θα ήθελε πιθανώς ο καθένας μας να σπουδάσει μόνο για τη γνώση. Ωστόσο, στη σημερινή ανταγωνιστική κοινωνία και οικονομία, πρέπει κανείς μέσα από τις σπουδές του να εξασφαλίσει και την επιστημονική και επαγγελματική του πορεία, το βιοπορισμό τον δικό του και της οικογένειάς του και την εξέλιξη και την καταξίωση της προσωπικότητάς του.
Επομένως η επένδυση που θα κάνει σε χρόνο, σε προσπάθεια, σε όνειρα, σε φιλοδοξίες, πρέπει να μπορούν να του αποδώσουν όταν θα βγει στην αγορά εργασίας. Είναι λοιπόν σημαντικό το πτυχίο και οι γνώσεις που θα έχει αποκτήσει να έχουν «αντίκρισμα» στην αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να λέμε ότι θέλουμε Παιδεία για όλους, ότι θέλουμε δωρεάν δημόσια παιδεία, αλλά πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι αυτό από μόνο του δεν είναι πια αρκετό! Εκείνο που πρέπει να διεκδικούμε είναι ποιοτική Παιδεία με αντίκρισμα και αξία όχι για τα στενά σύνορά μας, της λογικής «να είμαστε οι πρώτοι του χωριού», αλλά με αξία στην παγκόσμια κοινότητα της γνώσης, της επιστήμης, του επαγγέλματος.
Κι αυτό το θέμα της ‘’Παιδείας για όλους’’, αποτέλεσε διαχρονικά πεδίο για ένα παιχνίδι που γίνεται από κάθε πολιτική ηγεσία εδώ και δεκαετίες και που λέγεται «αριθμός εισακτέων». Θεωρείται φιλολαϊκή πολιτική να εξαγγέλλει η κάθε πολιτική ηγεσία την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, την ίδρυση νέων σχολών και νέων τμημάτων ανά την επικράτεια, για να μη θυμηθούμε και κάποια παλιότερα λαϊκιστικά συνθήματα του τύπου «όλοι στο πανεπιστήμιο». Ωστόσο μήπως πρόκειται για μια μυωπική λογική που μας συνοδεύει εδώ και δεκαετίες και που βλέπει την ίδρυση σχολών ως μέσο.... περίπου τουριστικής ανάπτυξης μιας περιοχής?
Το «όλοι στο πανεπιστήμιο» εγκαταλείφθηκε πολύ γρήγορα, αλλά διαιωνίζεται έκτοτε μεταλλαγμένο με τη μορφή «όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα». Είναι ψηφοθηρικό, χαϊδεύει τ’ αυτιά, καλλιεργεί όνειρα και προσδοκίες. Που κάποτε όμως, αποδεικνύονται φαύλα και κάλπικα. Πολύ αργά δυστυχώς όμως, όταν, μετά από χρόνια σπουδών, ο νέος επιστήμονας αναζητά επαγγελματική αποκατάσταση. Τότε συναντά το πρόβλημα. Ο ίδιος, αλλά και όλη η κοινωνία. Στρατιές πτυχιούχων στα αζήτητα, και ένας παραγωγικός ιστός με επιστήμονες άλλους από αυτούς που πραγματικά έχει ανάγκη.
Γιατί, πότε το ελληνικό Πανεπιστήμιο συνδέθηκε με τις ανάγκες της βιομηχανίας, της μεταποίησης, των υπηρεσιών, μέσα από ένα αναπτυξιακό όραμα της χώρας ή μιας περιοχής? Ακόμα και στον Τουρισμό, που θέλουμε να τον χαρακτηρίζουμε ως βαριά βιομηχανία μας, λείπουν οι ανώτατες σχολές υψηλού επιπέδου. Οι καλύτερες και πανάκριβες σχολές του κλάδου συγκεντρώνονται σε χώρες όπως η Ελβετία.
Και γι αυτό το λόγο, με τις στρατιές ανέργων, καταλήγουμε να βλέπουμε με έκπληξη στρατιωτικές, αστυνομικές και παιδαγωγικές σχολές να βρίσκονται ψηλότερα σε ζήτηση και βαθμολογία από τις σχολές θετικών επιστημών. Γιατί πολύ απλά, κύριο ζητούμενο των υποψηφίων αποτελεί η σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση, υπερκεράζοντας την επιστημονική και ερευνητική αναζήτηση. Σχολές για έρευνα και καινοτομία κατρακυλούν βαθμολογικά, αδυνατώντας να προσελκύσουν τα μυαλά με τις καλύτερες επιδόσεις, όπως θα όφειλαν. Κι αυτό, όταν η Ευρώπη βάζει στόχους να αυξήσει τους πτυχιούχους των θετικών επιστημών, θεωρώντας ότι τους χρειάζεται για να ωθήσει την έρευνα, την καινοτομία, την ανάπτυξη, την οικονομία και την ανταγωνιστικότητά της.
Ωστόσο το Πανεπιστήμιο, ειδικά το Δημόσιο, οφείλει να αποδίδει προστιθέμενη αξία στην κοινωνία. Οφείλει να είναι το κύτταρο της έρευνας, της καινοτομίας, η κοιτίδα παραγωγής νέων ιδεών και ανακαλύψεων, που αυτά πρέπει να μετουσιώνονται σε προϊόν, σε επιχειρηματικότητα, σε ανταγωνιστικότητα. Το πανεπιστήμιο πρέπει να εκπαιδεύει, να μορφώνει, αλλά πρέπει και να αποτελεί και την κινητήριο δύναμη που σπρώχνει τη γνώση, δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, δηλαδή, όφελος στην κοινωνία. Δυστυχώς το ελληνικό πανεπιστήμιο μοιάζει αποκομμένο από την αγορά και την οικονομία και ως προς τον αριθμό των εισακτέων και ως προς το περιεχόμενο των σπουδών και ως προς το προϊόν που αποδίδει, σε γνώση, σε εξειδίκευση, σε επιστημονική κατάρτιση. Πέρασε πολλά χρόνια με φοβικά και ενοχικά σύνδρομα απέναντι στη σύνδεσή του με την αγορά, αλλά πρέπει να καταλάβουμε αυτό είναι κάτι που το οφείλει στην ίδια την κοινωνία.
Αναφέραμε προηγουμένως τον αριθμό των εισακτέων και την ίδρυση νέων σχολών κάθε τρεις και λίγο, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ως τη μια διάσταση της πολιτικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, η ακόμα μεγαλύτερη και χειρότερη είναι αυτή που συναντά κανείς μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο με σχέσεις και αλληλοεξαρτήσεις, με συναλλαγές και συμφωνίες. Είμαστε η χώρα της ΕΕ που έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής των φοιτητών, οι οποίοι μάλιστα δεν εκπροσωπούνται ως απλοί φοιτητές, αλλά ως εκπρόσωποι κομματικών παρατάξεων, στις εκλογές καθηγητών ακόμα και πρυτάνεων. Μα πώς μπορεί ένας πρωτοετής φοιτητής να αξιολογήσει την ποιότητα, το βάθος, την προστιθέμενη αξία του επιστημονικού και ερευνητικού έργου ενός κρινόμενου καθηγητή, ο οποίος έχει περάσει δεκαετίες στην επιστήμη του, όταν ο ίδιος δεν έχει ακόμα τις βασικές γνώσεις της επιστήμης του? Ή ακόμα περισσότερο όταν καλείται, από όλους τους καθηγητές όλου του πανεπιστημίου να εκλέξει την ηγεσία του πανεπιστημίου? Είναι αναμενόμενο σε ένα τέτοιο τοπίο, να υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρό για συνδιαλλαγές, συμφωνίες, και υπονόμευση της αξιοκρατίας.

Είπαμε προηγουμένως ότι είναι ευθύνη του Πανεπιστημίου να αποδώσει στην κοινωνία ικανούς και καταρτισμένους από άποψη γνώσεων επιστήμονες, επαγγελματίες, εργαζόμενους. Θέλω ωστόσο να σταθώ και στον καθαρά εκπαιδευτικό ρόλο που θα έπρεπε να παίζει και στο πώς επηρεάζει τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας γενικότερα. Ένα νέος στα 18 του, βρίσκεται στο ξεκίνημα της πιο κρίσιμης φάσης της ζωής του. Στην ενηλικίωσή του και στη στιγμή εκείνη που βάζει τα θεμέλια και παίρνει τα εφόδια για όλη του τη ζωή. Αυτά τα χρόνια σπουδών είναι που τον σημαδεύουν και καθορίζουν για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εκτός λοιπόν από την γνώση αυτή καθαυτή θα έπρεπε μέσα από αυτά τα χρόνια να εκπαιδεύεται στην μεθοδικότητα, την οργάνωση, τη συστηματικότητα, την υπευθυνότητα, την υιοθέτηση στόχων και την επίτευξή τους, τον απολογισμό, τη δέσμευση, την επιμονή, τον ανταγωνισμό, την επιβράβευση, την αριστεία. Στοιχεία τα οποία θα του είναι απαραίτητα για να τον διακρίνουν την επομένη και ως επιστήμονα και εργαζόμενο.
Αυτό όμως το οποίο βιώνουμε στο ελληνικό σύστημα είναι το τελείως ανάποδο. Μέχρι τα 18 τους, οι μαθητές εξοντώνονται από ένα σύστημα απάνθρωπο και απολύτως αντιεκπαιδευτικό, βασισμένο στην φροντιστηριακή γνώση, κάτι που απαξίωσε τη λειτουργία του ίδιου του σχολείου και το υποβάθμισε σε ανούσιο και υποβοηθητικό. Ένα σύστημα που εξοντώνει τα παιδιά σε προσπάθεια, ένταση, αγωνία και κόπο, εξοντώνει και όλη την οικογένεια, όχι μόνο ως υποστήριξη αυτής της προσπάθειας, αλλά την εξοντώνει και οικονομικά. Γιατί τουλάχιστον στα δυο τελευταία χρόνια, όλη η οικογένεια κινείται γύρω από την εξοντωτική αυτή προσπάθεια του παιδιού, μόνο και μόνο για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Όταν λοιπόν ο στόχος επιτευχθεί, από την απόλυτη ένταση και την υπερπροσπάθεια, ο φοιτητής βρίσκεται σε ένα σύστημα απολύτως ελεύθερο και χαλαρό, κι εκεί αφήνεται ή μάλλον του επιτρέπει το σύστημα να αφεθεί.
Ο συνδυασμός λοιπόν του συστήματος εισαγωγής με τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού πανεπιστημίου οδηγεί στο τελείως ανάποδο αποτέλεσμα από αυτό που θα έπρεπε να έχουμε. Κι εδώ νομίζω ότι είναι που χάνεται ο κρίκος της ανταγωνιστικότητας όλης της ελληνικής κοινωνίας.
Αντί η κύρια προσπάθεια να ξεκινάει και να εντείνεται από τα 18 και μετά, ο φοιτητής να ασκείται και να εκπαιδεύεται σε όλα αυτά που είπαμε προηγουμένως, το σύστημα είναι τέτοιο που όταν μπαίνει στο πανεπιστήμιο ήδη έχει «καεί η μηχανή» από την υπερπροσπάθεια! Και θεωρεί ότι τα δύσκολα πέρασαν και τώρα, «όπως και να ‘ναι ένα πτυχίο θα το πάρουμε»! Βεβαίως, και υπάρχουν φοιτητές οι οποίοι συνεχίζουν με την ίδια συνέπεια και ενδιαφέρον, αλλά αν αυτό γίνεται, γίνεται γιατί το θέλουν πολύ οι ίδιοι και όχι γιατί τους το μαθαίνει και τους το επιβάλλει η λειτουργία και το σύστημα του Πανεπιστημίου. Γιατί η δομή και η λειτουργία του Ελληνικού Πανεπιστημίου δεν είναι τέτοια ώστε να βγάλει το καλύτερο από κάθε φοιτητή. Επαφίεται στο τί είναι διατεθειμένος ο κάθε φοιτητής να επενδύσει για τον εαυτό του.
Σε αντίθεση με αυτή τη νοοτροπία και τις πρακτικές, ένας μαθητής που θέλει να γίνει δεκτός σε ένα ξένο πανεπιστήμιο, οφείλει να πιάσει τα standards που ορίζει το ίδιο το πανεπιστήμιο για τον εαυτό του, αλλά και να πείσει το πανεπιστήμιο, πρώτον γιατί επιλέγει να πάει σε αυτό το πανεπιστήμιο, και δεύτερον γιατί το πανεπιστήμιο πρέπει να επιλέξει αυτόν από όλους τους υποψηφίους! Για να υποστηρίξει λοιπόν ο υποψήφιος κάτι τέτοιο, χρειάζεται να περάσει ώρες ψάχνοντας, συγκρίνοντας, επιλέγοντας πανεπιστήμια, με βάση τις επιδόσεις τους, τις διακρίσεις τους, τα επιτεύγματά τους κλπ κλπ. Και όλη αυτή η διαδικασία κάνει τον νέο να αποκτά ενδιαφέρον, να νιώθει ότι το μέλλον είναι στα δικά του χέρια, ότι το σχεδιάζει και το διεκδικεί ο ίδιος, ότι διαλέγει αυτό που του ταιριάζει προσωπικά. Και ότι το κάθε πανεπιστήμιο τον αντιμετωπίζει επίσης ως μια ξεχωριστή μονάδα. Και είναι μια αμφίδρομη σχέση, όπου από τη μια το πανεπιστήμιο προσπαθεί να προσελκύσει τους καλύτερους, ώστε να συνεχίζει να παράγει υψηλό επίπεδο γνώσης και επιστημονικών επιτευγμάτων, και από την άλλη ο υποψήφιος να πείσει ότι αξίζει να γίνει δεκτός.
Και από αυτά που είπαμε, αλλά και από άλλα πολλά, είναι φανερό ότι σε αντίθεση με τα ξένα πανεπιστήμια, το ελληνικό δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για την ανάδειξη της αριστείας. Η αριστεία τελειώνει για το ελληνικό πανεπιστήμιο και την κοινωνία, με τις εισαγωγικές εξετάσεις. Είναι αλήθεια ότι γενικώς ως κοινωνία αντιμετωπίζουμε την αριστεία ολίγον φοβικά και ενοχικά, με σύνδρομα του τύπου «όλοι ίδιοι είμαστε και όλοι το ίδιο αξίζουμε». Εγώ θα έλεγα, ότι κάθε άνθρωπος έχει κάτι στο οποίο μπορεί να είναι άριστος και στο οποίο μπορεί να διακριθεί και να ξεχωρίσει. Κι αυτό είναι που πρέπει να αναδεικνύεται, να επιβραβεύεται μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα και να αποτελεί το παράδειγμα για όλους.
Και ένα άλλο σημείο που θεωρώ σημαντικό είναι ότι το πανεπιστήμιο, θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τον νέο ως προσωπικότητα συνολικά. Στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, δεν αρκεί να αποδείξει ο υποψήφιος ότι είναι ικανός στις διαφορικές εξισώσεις. Εκεί μετράει και η προσωπικότητα ως σύνολο, τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα, τα χόμπι, η κοινωνικότητα, ο χαρακτήρας. Γιατί άλλωστε και ως μέλη της κοινωνίας και της αγοράς, μια ολόκληρη ζωή κατόπιν, έτσι δεν κρινόμαστε όλοι? Ως προσωπικότητες στο σύνολο? Άρα έτσι θα έπρεπε να μας αντιμετωπίζει και το πανεπιστήμιο και με βάση αυτό να μας αξιολογεί και να μας εκπαιδεύει.
Και τέλος ένα ακόμα σημείο που θέλω να επισημάνω είναι ότι εκτιμώ πως το πανεπιστήμιο οφείλει να μας εκπαιδεύει ως πολίτες στην ελευθερία, τη δημοκρατία, αλλά και στον σεβασμό, κάτι που το ξεχνάμε συχνά και το ισοπεδώνουμε κάτω από την επίφαση των δημοκρατικών ελευθεριών. Ωστόσο σεβασμός και δημοκρατικές ελευθερίες δεν είναι σε ανταγωνισμό αλλά το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου. Μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία, το πανεπιστήμιο οφείλει να μας διδάσκει αλλά και να απαιτεί από μας και τον σεβασμό των αξιών, της δημόσιας περιουσίας, της αξιοκρατίας, της γνώσης. Εικόνες καταστροφής και βανδαλισμού μέσα στα πανεπιστήμια, λουκέτα και κλειστά αμφιθέατρα δε συνάδουν με αυτές τις αξίες ούτε με την ιστορία του τόπου μας και πληγώνουν όλη την κοινωνία, με τραύματα ανεξίτηλα.
Ανέφερα μερικά μόνο στοιχεία, τα οποία θεωρώ ότι έχουν να κάνουν όχι μόνο με θεσμούς, αλλά και με νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες μέσα μας επί πολλά χρόνια.
Τελικώς, για να επανέλθουμε στην μακροσκοπική παρατήρηση που σας ανέφερα προηγουμένως για την Ευρώπη, θεωρώ ότι δεν είναι μόνο θλιβερό, αλλά είναι και άδικο να μη μπορούμε να καμαρώσουμε κι εμείς ως χώρα για υψηλές διακρίσεις και κατατάξεις για τα πανεπιστήμια μας. Μεμονωμένες περιπτώσεις επιτυχίας και λαμπρά παραδείγματα φυσικά και υπάρχουν, αλλά δε πρέπει να ψάχνουμε για την εξαίρεση! Πρέπει να επιζητούμε τη διάκριση για το σύνολο, για τον μέσο όρο της ανώτατης εκπαίδευσής μας. Πολλές λίστες διεθνούς κατάταξης των πανεπιστημίων θα βρει κανείς. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι μικρές. Η γενική εικόνα είναι ίδια. Τα μεγάλα διάσημα πανεπιστήμια φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις, αδιαμφισβήτητα. Όπως είπαμε, στη γνωστή λίστα της Σαγκάης η επικράτηση των αμερικάνικων πανεπιστημίων είναι συντριπτική. Στα πρώτα 20 είναι όλα αμερικάνικα, με 2 μόνο Αγγλικά κι ένα Ιαπωνικό! Στα 50 πρώτα άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης στην 25η θέση, της Στοκχόλμης (46ο), 2 του Παρισιού 06 και 11 (44ο και 50ο), της Δανίας (46ο), της Ουτρέχτης (Ολλανδία) στην 48η. Στη λίστα των 500 υπάρχουν μόνο το Πανεπιστήμιο Αθηνών στη θέση 200-300 και της Θεσσαλονίκης στις θέσεις 300-400!
Τελικά αυτό πρέπει να διεκδικήσουμε ως πολίτες αυτής της χώρας! Μια ανώτατη παιδεία, υψηλού επιπέδου σε διεθνές επίπεδο που θα δίνει «επιστήμονες με ονομασία προέλευσης» και που θα θεωρούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα να βάζουν στο βιογραφικό τους ότι απεφοίτησαν από το ΑΠΘ ή από το Δημοκρίτειο ή από όποιο άλλο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο!

Περί κατάργησης της πρόωρης συνταξιοδότησης των γυναικών στο Δημόσιο

Μεγάλο θέμα και μεγάλη κουβέντα έγινε γύρω από το θέμα της κατάργησης της πρόωρης συνταξιοδότησης των γυναικών στο Δημόσιο και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Για το θέμα αυτό, μου ζητήθηκε μια συνέντευξη από το αγγλόφωνο ραδιόφωνο του Δήμου Αθηναίων, το Athens International Radio, 104,4, στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή της κα Αμπατζάκη και του κ. Γιαλούρου, 29-3-09. Να, τα όσα ειπώθηκαν...

1. What are the main differences between the existing system and what the court wants done?

The main philosophy of the European Court decision is that Greek law’s regulations concerning women’s early retirement consist gender inequity for men and this must change. For women affected by this Decision, the elimination of those early retirement regulations means that they ‘ll have to stay at work for 5 more years up to even 17 years for some cases, comparing to what it stands today.

2. Who stands to lose from a revision of these laws?

Let us make clear that the decision concerns women working in Public Sector and in Military and Police Corps. Women working in the 2 sectors we mentioned, are around two hundred and forty thousand in total. For women who are below 50 years old, and this is the fifty five percent of them, which means around 130.000, the status will change and they won’t have the right on early retirement regulations any more. For the rest of them, around 106.000 women who are above 50 years old, status is not expected to change, since they are closer than 5 years to their retirement time, so they are considered to have, as they say, “mature retirement rights” and therefore the present status is not expected to change for them.

3. Is there anything the Greek state can do to maintain the status quo?

Since we are talking about a European court decision, we have to promptly adopt. We must change this status; otherwise we will be obliged to pay huge penalties. What we can do right now and for the next two months is to negotiate with European Commission, to reach an agreement on the exact measures and legislation required in order to implement the Decision. Another point of negotiation might be the adoption of a transition period of some 1 to 2 years.

4. Can the state in some way balance out the prerogatives that will be lost with other measures, for example making life easier for mothers while children are still young?

I believe this is one of the most critical points in a modern society, as we discussed some days ago. I believe that our society has to boost and help women to enter the workforce and have equal chances for a career. The period during which a woman needs help and support is when children are young. And that is when social and financial aid must be driven, by amplifying the infrastructure, such as kindergartens, by taking measures such as help at home, mother’s leaves etc. And I would say that all these, must be available for working fathers as well (such as single fathers or to the one parent, according to couple’s choice). We have to protect and adopt equality as well.

5. On a personal level what will you lose?

I won’t lose anything, since I work in the private sector, as an engineer in chemical industry, and I always had to retire at my 60’s or after 35 years of work. But since I graduated from the University on time, at 5 years, and I started working at my 23, I won’t be able to retire after 35 years of work, but I’ ll have to work for 2 more years in order to reach my 60’s, that is 37 years of work in total!

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η ώρα της δικής μου εισήγησης στο Συνέδριο "Χρωματίζω την πόλη", της ΚΕΔΚΕ και του ECOCITY, ήταν στις 3.30, μετά το φαγητό και λίγο κρασί, κι ο τίτλος της ομιλίας...Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ! Ανιαρός και βαρετός τίτλος?... Έτσι μοιάζει! Ελπίζω να κατάφερα να πείσω τους ακροατές, ότι αυτός ο βαρετός κι ανιαρός τίτλος, αφορά όχι μόνο τη μετάβαση στη Νέα Οικονομία, την Πράσινη Οικονομία και την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση, όχι μόνο τις συζητήσεις στα τραπέζια των Βρυξελλών, αλλά ότι αφορά όλους μας, την καθημερινότητά μας, την ποιότητα της ζωής μας, τις συνήθειές μας και τελικά, ακόμα και την ύπαρξη της ίδιας μας της ζωής σ' αυτόν τον πλανήτη!
Αν τα κατάφερα?... Πρέπει να ρωτήσετε κάποιον από τους παρευρισκόμενους!... :-)


Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Μέχρι πρόσφατα, οι συζητήσεις για την ‘Ενέργεια’, θεωρούνταν κάτι εξειδικευμένο και τεχνοκρατικό που αφορούσε επιστήμονες και οικονομολόγους. Παρόμοια, ήταν μόλις πριν από λίγα χρόνια ακόμα που οι συζητήσεις για το ‘Περιβάλλον’, θεωρούνταν κάτι ρομαντικό ή, το πολύ-πολύ, ακτιβιστικό, στο περιθώριο ή σε ανταγωνισμό με την Ανάπτυξη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά μέσα στα λίγα τελευταία χρόνια. Οι γνωστοί αυτοί όροι έχουν αλλάξει σημασία και βαρύτητα, αποκτώντας νέες διαστάσεις. Ένα από τα βασικότερα που πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι Ενέργεια και Περιβάλλον είναι δυο έννοιες άρρηκτα δεμένες η μια με την άλλη, που και οι δυο αφορούν άμεσα τον καθένα μας, τον καθημερινότητά μας, την ποιότητα ζωής και την ευημερία μας, αλλά στο τέλος-τέλος και την ίδια τη ζωή μας. Και τώρα, αλλά και στο άμεσο μέλλον, όλο και πιο έντονα, οι δυο αυτές έννοιες θα αποτελούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της παγκόσμιας Πολιτικής.
Κι αυτό γιατί σήμερα διαπιστώνουμε με δραματικό τρόπο τα λάθη του παρελθόντος. Όλη η ανάπτυξη του σύγχρονου κόσμου από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και μετά βασίστηκε στα ορυκτά καύσιμα, έναν ενεργειακό πλούτο όχι μόνο πεπερασμένο, αλλά και διαθέσιμο μόνο σε ορισμένα σημεία της γης, σε λίγες πλουτοπαραγωγικές χώρες, που η κατανάλωσή του προκαλεί εξαρτήσεις και οδηγεί συχνά σε παιχνίδια καιροσκοπίας, εκβιασμών, διπλωματικών εντάσεων. Η ασταθής γεωπολιτική κατάσταση στη Μ. Ανατολή, τα πρόσφατα προβλήματα στον Καύκασο, τα ενεργειακά επεισόδια Ρωσίας-Ουκρανίας, αλλά και όλης της Ευρώπης γύρω από το φυσικό αέριο, είναι μόνο μερικά παραδείγματα που δείχνουν πόσο εύθραυστες ισορροπίες χτίζονται γύρω από την εξασφάλιση των καυσίμων, από τα οποία εξαρτάται όλος ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας. Ισορροπίες που καμιά φορά διαταράσσονται ακόμα και από φυσικές καταστροφές, όπως πχ ο τυφώνας Κατρίνα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, όχι μόνο διακυβεύεται η επάρκεια των καυσίμων, αλλά επιπλέον εκτοξεύονται ανεξέλεγκτα και οι τιμές, προκαλώντας νευρική κρίση στα οικονομικά επιτελεία των κρατών, με παρενέργειες στην οικονομία, την ανάπτυξη των χωρών, αλλά και στην τσέπη του κάθε πολίτη, ειδικά του πολίτη των χαμηλών οικονομικών στρωμάτων.
Ακόμα όμως κι αν όλα αυτά ήταν εξασφαλισμένα και ρυθμισμένα στην εντέλεια, ακόμα κι αν ξεχάσουμε ότι η διαθεσιμότητα αυτών των καυσίμων μέσα από τη γη θα κρατήσει λίγες μόνο δεκαετίες ακόμα, το μείζον πρόβλημα που προέκυψε τα τελευταία χρόνια, και το οποίο γίνεται όλο και πιο κυρίαρχο και απειλητικό, είναι αυτό της επίπτωσης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων στο περιβάλλον. Πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας, όταν χρησιμοποιούνται εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα και άλλα αέρια, προκαλώντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου με επιπτώσεις που ήδη γίνονται αισθητές και απειλητικές, αλλά και με προβλέψεις για το μέλλον όλου του πλανήτη, οι οποίες συνιστούν την μεγαλύτερη παγκόσμια απειλή αυτή τη στιγμή. Γιατί πολύ απλά πρόκειται για μια απειλή κατά της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους.
Κι όλα αυτά, τη στιγμή που οι ανάγκες και η ζήτηση για ενέργεια αυξάνει με τρομακτικούς ρυθμούς, καθώς χώρες όπως Κίνα και Ινδία ζητούν κι αυτές το μερίδιο τους στην ανάπτυξη και στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία, καθώς πλέον το πρόβλημα του περιβάλλοντος έχει «παγκοσμιοποιηθεί». Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και των λοιπών αερίων του θερμοκηπίου, και οι επιπτώσεις τους δε συνδέονται με το σημείο και τη χώρα εκπομπής, δεν περιορίζονται στον τοπικό περίγυρο, δεν σταματούν στα σύνορα, δεν είναι «ονομασίας προέλευσης». Αντιθέτως, οι συνολικές παγκόσμιες εκπομπές, όπου κι αν αυτές εκπέμπονται είναι που προκαλούν την καταστροφή, μια καταστροφή που αφορά όλους, και αυτούς που εκπέμπουν και αυτούς που δεν εκπέμπουν. Άρα πρόκειται για ένα πρόβλημα με παγκόσμιο χαρακτήρα, που απαιτεί και κοινή αντιμετώπιση και συνεννόηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό είναι μια επιπλέον μεγάλη δυσκολία!
Άρα το μεγάλο ζητούμενο είναι πώς θα μπορέσουμε να αλλάξουμε άμεσα μοντέλο ανάπτυξης διατηρώντας όμως το επίπεδο της ευζωίας μας, δίνοντας το ίδιο δικαίωμα ευημερίας και στις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες με μια παγκόσμια στρατηγική κοινωνικά δίκαιης αντιμετώπισης του προβλήματος. Δύσκολο παζλ, με πολλές προκλήσεις και παραμέτρους....
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρωτοστάτησε από την αρχή σε αυτό τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής και στη χάραξη μιας νέας Ενεργειακής Στρατηγικής.
Σήμερα σε ένα από τα πιο πρόσφατα κείμενα-ομπρέλα, με τον τίτλο ‘Μια ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη’, ορίζει ως στόχο της ενεργειακής της πολιτικής «μια οικονομία χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας και χαμηλών εκπομπών CO2, ασφαλέστερης, ανταγωνιστικότερης και βιωσιμότερης», εξασφαλίζοντας οικονομική και κοινωνική συνοχή. Η κάθε λέξη έχει τη σημασία της, και σχετίζεται με τους ξεκάθαρους στόχους της εύρυθμης λειτουργίας μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας, της ασφάλειας εφοδιασμού, της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την καθιέρωση μιας ενιαίας φωνής της ΕΕ στην ενεργειακή διπλωματία.
Η προώθηση αυτής της στρατηγικής, συνιστά μια νέα βιομηχανική επανάσταση, αυτήν που ξεκίνησε να ονομάζεται ως η «Τρίτη βιομηχανική επανάσταση». Βασικοί στόχοι αυτής της στρατηγικής είναι:
 Η εξασφάλιση μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας για τον ευρωπαίο καταναλωτή, με ενιαίους κανόνες λειτουργίας και πρόσβασης και με δυνατότητες επιλογής σε ανταγωνιστικές τιμές (για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο),
 Η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, καθώς η ΕΕ εξαρτάται κατά 54% από εισαγόμενη ενέργεια, με διαφοροποίηση και εξασφάλιση εναλλακτικών πηγών τροφοδοσίας και εναλλακτικών διαδρομών εφοδιασμού.
 Η μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου. Το 80% των εκπομπών στην ΕΕ προέρχονται από τον τομέα της ενέργειας. Σε αυτή την κατεύθυνση ορίζει τους περίφημους στόχους 20-20-20, για το 2020, δηλαδή μείωση εκπομπών κατά 20%, εισαγωγή των ΑΠΕ στο ενεργειακό της μίγμα σε ποσοστό 20%, και εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%. Οι δυο πρώτοι στόχοι δεσμευτικοί για κάθε χώρα, όπως δεσμευτικός κι ο στόχος για 10% ανανεώσιμα καύσιμα στις οδικές μεταφορές.
 Ως προς τη μείωση των εκπομπών της μάλιστα, καλεί σε σύναψη μιας διεθνούς συμφωνίας που να δεσμεύει τις αναπτυγμένες χώρες για ακόμα μεγαλύτερη μείωση μέχρι το 2020 κατά 30%.
 Η ενεργειακή απόδοση εστιάζεται σε τεχνικές λύσεις και νέες τεχνολογίες στον τομέα των μεταφορών, της βιομηχανίας, της παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, , των κτιρίων, αλλά και στην την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών για ορθολογική χρήση της ενέργειας.
 Όσο για τις ΑΠΕ είναι ξεκάθαρο ότι συγκεντρώνουν πολλά πλεονεκτήματα αφού δίνουν απαντήσεις σε πολλά από τα ενεργειακά προβλήματα. Είναι άφθονες ή και ανεξάντλητες, δεν είναι εισαγόμενες και δε δημιουργούν εξαρτήσεις, παράγονται αποκεντρωμένα, συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη και στη δημιουργία απασχόλησης σε τοπικό επίπεδο, αφού και η ενέργεια παράγεται και καταναλώνεται τοπικά. Βεβαίως το κόστος τους, αν και μειώνεται συνεχώς, παραμένει ακόμα υψηλότερο από το κόστος της συμβατικής ενέργειας. Για την επίτευξη των ποσοτικών στόχων της ΕΕ θα χρειαστεί η προώθησή τους σε 3 τομείς, αυτόν της ηλεκτρικής ενέργειας, των μεταφορών και της θέρμανσης/ψύξης.
 Η βελτίωση των συμβατικών ενεργειακών τεχνολογιών για χαμηλές εκπομπές CO2, δέσμευση και αποθήκευση του άνθρακα, σε όλη τη διαδικασία, από την έρευνα ως την αγορά, καθώς ακόμα κι αν πετύχει η ΕΕ τους φιλόδοξους στόχους για εξοικονόμηση ενέργειας και ΑΠΕ, θα παραμείνει για πολλά χρόνια ακόμα και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το πετρέλαιο και τον άνθρακα.
 Η πυρηνική ενέργεια, συνυπολογίζοντας ότι η πυρηνική ενέργεια έχει χαμηλές εκπομπές άνθρακα, σταθερότητα κόστους και εφοδιασμού αλλά και σημαντικά προβλήματα ασφάλειας, και πυρηνικών αποβλήτων.
 Κοινή ενεργειακή πολιτική, με μια φωνή και για τις 27 χώρες, έτσι ώστε η ΕΕ να αποτελέσει κινητήρια δύναμη διεθνώς για μια ασφαλή, ανταγωνιστική και αειφόρο ενέργεια, με συμφωνίες όπως η συνθήκη για τον ενεργειακό χάρτη, για την ενεργειακή αποδοτικότητα και για την μετά Κιότο, όλα αυτά βοηθώντας και τις υπανάκτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες.
Η Ενέργεια επανέρχεται λοιπόν στο επίκεντρο της ΕΕ, όπως άλλωστε συνέβη και στην ίδρυσή της, ως Ευρωπαϊκή Συνθήκη Άνθρακα και Χάλυβα, το 1951. Σημερινός στόχος για την ΕΕ, να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, δηλαδή την κλιματική αλλαγή, την εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια, την εξάντληση των συμβατικών ενεργειακών πόρων και τέλος την εξασφάλιση φθηνής και ασφαλούς ενέργειας για όλους, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ενεργειακών πόρων και βάζοντας πλώρη για την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση.
Αυτή, η λεγόμενη Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση, αναμένεται να σηματοδοτηθεί από την μετατόπιση της αυτοκινητοβιομηχανίας από τις μηχανές εσωτερικής καύσης στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και στα αυτοκίνητα υδρογόνου. Κάτι που θα επιφέρει μια τεράστια αλλαγή σε όλες τις ενεργειακές υποδομές:
 Στον τρόπο παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αποκεντρωμένα και από νέες μονάδες παραγωγής, που θα είναι ακόμα και τα εκατομμύρια νεόχτιστα κτίρια,
 Στον τρόπο αποθήκευσης της ενέργειας σε συνδυασμό με υδρογόνο και
 Στον τρόπο διανομής της με ευφυή δίκτυα διανομής ενέργειας.
Αυτές οι αλλαγές θα επιφέρουν κι έναν τεράστιο κύκλο εργασιών. Μόνο μέσα σε ένα χρόνο, το 2007 οι παγκόσμιες επενδύσεις σε ΑΠΕ αυξήθηκαν κατά 60% φτάνοντας τα 148 δις δολάρια, με πρόβλεψη για 250 δις ευρώ το 2020 και 460 δις ευρώ το 2030, ενώ η συνολική παγκόσμια αγορά των οικολογικών κλάδων σήμερα εκτιμάται στα 600 δις ευρώ/έτος. Ως προς την απασχόληση, ο κλάδος των ΑΠΕ απασχολεί σήμερα πάνω από 2,3 εκ εργαζομένους διεθνώς, ενώ μέχρι το 2030 αναμένονται να φτάσει στα 20 εκ. Στη νέα αυτή εποχή, της ελεύθερα διανεμημένης και βιώσιμης ενέργειας, όπως είπε και ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος Ρίφκιν, «δε θα χρειάζεται πλέον να εξαρτόμαστε από μεγάλες εταιρίες και έθνη που ελέγχουν την ενέργεια, γιατί η ενέργεια θα βρίσκεται πλέον στην αυλή του καθενός μας».
Πέρα όμως από το τί γίνεται σε κεντρικό επίπεδο, διεθνές και ευρωπαϊκό, έχει ενδιαφέρον, να επισημάνουμε ότι υπάρχουν παραδείγματα πρωτοβουλιών που προχωράνε με πολύ γοργότερα βήματα και μάλιστα μερικά από αυτά σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Πχ. η Στοκχόλμη των 800 000 κατοίκων που θα ανακηρυχθεί για πρώτη φορά η Πράσινη Πρωτεύουσα, της Ευρώπης για το 2010, παράγοντας κατά 50% λιγότερα αέρια θερμοκηπίου σε σχέση με όλη την υπόλοιπη Σουηδία και με στόχο να απεξαρτηθεί από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2050 (στόχος που έχει τεθεί και σε εθνικό επίπεδο για τη Σουηδία). Τα δυο βασικά περιβαλλοντικά μέτρα που την ξεχώρισαν ήταν αυτό του καθαρισμού νερού και τα περιβαλλοντικά διόδια στο κέντρο της πόλης. Το 2011 ακολουθεί το Αμβούργο.
Αλλά και πάνω από 350 δήμαρχοι στις 10/2/09 δήλωσαν σε τελετή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι έχουν στόχο να μειώσουν τις εκπομπές CO2 κατά 20% ως το 2020. Κάθε πόλη θα καταρτίσει στους δώδεκα επόμενους μήνες, ένα σχέδιο δράσης προκειμένου να γίνει "πιο πράσινη". Πχ το Lidköping, μια πόλη 25000 κατοίκων στη Σουηδία, έχει στόχο τον ενεργειακό τομέα και την απελευθέρωση από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, που ελπίζουν να την πετύχουν σε δύο χρόνια".
Επίσης κάποιες χώρες προχωρούν σε γρήγορα βήματα, χωρίς να περιμένουν δεσμεύσεις, και βλέποντάς την ευκαιρία και όχι την υποχρέωση. Το 2008 το 43% όλων των νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ ήταν έργα αιολικής ενέργειας ενώ για πρώτη φορά η εγκατεστημένη ισχύς των αιολικών στις ΗΠΑ την έφεραν στην πρώτη θέση με 25170 MW (8360 MW μόνο στο 2008), ξεπερνώντας την ως τώρα πρωτοπόρο Γερμανία, που βρέθηκε στην 2η με 23900 MW αιολικής ενέργειας (το 37% του συνόλου της ΕΕ), με την Ισπανία στην 3η θέση με 16750 MW.
Μιλάμε για ένα ράλυ προς τη νέα εποχή, όπου όλοι μας πρέπει να βιαστούμε να λάβουμε θέση, για να μη μείνουμε ουραγοί τρέχοντας πίσω από υποχρεώσεις, αλλά κυνηγώντας τις ευκαιρίες, και σε κεντρικό αλλά και σε τοπικό/αυτοδιοικητικό επίπεδο. Ας δούμε μπροστά, αυτό που έρχεται και που μόνο όφελος θα μας φέρει! Καλύτερα λοιπόν, μια ώρα αρχύτερα!